-
1 κοτέω
κοτ-έω, ([etym.] κότος) [dialect] Ep. and Lyr. Verb, used in the forms cited below, without distinction of voice,A bear one a grudge, be angry at him, c. dat. pers.,κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Il.5.177
, cf. 18.367;Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος 23.383
; ; τοῖσίν τε κοτέσσεται ([dialect] Ep. for κοτέσηται) 5.747, 8.391, Od.1.101;λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντες Hes.Sc. 403
: prov., : c.dat.rei,βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων Pi.Supp.13a31
: c. gen. rei, ἀπάτης κοτέων angry at the trick, Il.4.168; κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, οὕνεκα .. 14.191: abs.,οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος 1.181
, cf. 23.391; κεκοτηότι θυμῷ ([dialect] Ep. [tense] pf. part. ) with angry heart, 21.456, Od.9.501, 19.71: [tense] aor. ;Διωνύσῳ κοτέσασα Euph.14
.
См. также в других словарях:
SECUNDUS — I. SECUNDUS Sophista Atheniensis, quem aliqui Epithyram vocant, quod Architecti fil. fuerit, multae quidem doctrinae, sed med ocris eloquentiae, aequalis, aemulusque Herodis Attici; ex quo Herodes illud Hesiodi, in Ε῎ργ. v. 25. eleganti mutatione … Hofmann J. Lexicon universale
κοτέω — (Α) [κότος] 1. είμαι οργισμένος με κάποιον, τρέφω οργή, έχθρα, μίσος, οργίζομαι (α. «τῆσδ ἀπάτης κοτέων», Ομ. Ιλ. β. «εἰ μή τις θεός ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φθονώ, τρέφω αντιζηλία («κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων»,… … Dictionary of Greek
τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek